ἀναπεπτωκώς

ἀναπεπτωκώς
ἀναπίπτω
fall back
perf part act masc nom/voc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναπίπτω — ἀναπίπτω και ποιητ. ἀμπίπτω (Α) 1. πέφτω προς τα πίσω, κλίνω το σώμα προς τα πίσω όπως οι κωπηλάτες 2. αποσύρομαι, υποχωρώ 3. δειλιάζω, διστάζω 4. (για σχέδια) ματαιώνομαι, εγκαταλείπομαι 5. εκτοπίζομαι, διώχνομαι 6. ανακλίνομαι*, ανάκειμαι* για… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”